ανυπεράσπιστος

ανυπεράσπιστος
-η, -ο
απροστάτευτος: Ξαφνικά είχε βρεθεί μόνος κι ανυπεράσπιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανυπεράσπιστος — η, ο απροστάτευτος, ανυποστήρικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπερασπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • έκθετος — η, ο (AM ἔκθετος, ον) 1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε 2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο εγκαταλελειμμένο παιδί νεοελλ. 1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα») 2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε… …   Dictionary of Greek

  • αβοήθητος — η, ο (Α ἀβοήθητος, ον) [βοηθῶ] αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος αρχ. ανίατος, αθεράπευτος …   Dictionary of Greek

  • αδιαφέντευτος — η, ο [διαφεντεύω] 1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται 2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος …   Dictionary of Greek

  • απερίστατος — ἀπερίστατος, ον (AM) [περιίστημι] 1. (γενικά) αυτός γύρω από τον οποίο δεν στέκεται κανένας 2. αυτός που δεν έχει ανάγκη να φρουρείται, ασφαλής 3. μονήρης, μόνος, έρημος μσν. ανυπεράσπιστος αρχ. 1. (για τραύμα) χωρίς επιπλοκές 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • απερίφρακτος — κ. απερίφραχτος, η, ο (AM ἀπερίφρακτος, ον) ο δίχως περίφραξη, απεριτοίχιστος, αμάνδρωτος αρχ. απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος …   Dictionary of Greek

  • απροστάτευτος — η, ο (AM ἀπροστάτευτος, ον) αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος νεοελλ. (για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος …   Dictionary of Greek

  • ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος …   Dictionary of Greek

  • ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”